- ἐπανατέμνω
- ἐπανα-τέμνω, [dialect] Ion. [suff] ἐπανα-τάμνω,A cut open further, Hp.VC 13; cut open again, Aret. CA1.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επανατέμνω — ἐπανατέμνω και ιων. τ. έπανατάμνω (Α) ιατρ. ανατέμνω, ανοίγω, κόβω παραπέρα … Dictionary of Greek